- λεπτός
- λεπτός, ή, όν тонкий, нежный; τὸ λεπτόν мелкая монета, лепт(а) (→ лепта - скромный вклад в важное дело)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Смотреть что такое "λεπτός" в других словарях:
λεπτός — peeled masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
λεπτός — [лэптос] επ. тонкий, деликатный … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)